- παγκρεατίνη
- η(φαρμ.) προϊόν που λαμβάνεται από παγκρέατος διαφόρων ζώων, κυρίως χοίρου, ξηραίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία και χορηγείται σε περιπτώσεις γαστρεντερικής ανεπάρκειας, εντερικών λοιμώξεων και παγκρεατικών παθήσεων, δεδομένου ότι περιέχει πολλά υδρολυτικά ένζυμα, μεταξύ τών οποίων θρυψίνη, αμυλάση και λιπάση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pancreatine (< πάγκρεας + -ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ν. Π. Παρίση].
Dictionary of Greek. 2013.